ἐχεδερμία

ἐχεδερμία
ἐχεδερμίᾱ , ἐχεδερμία
being hide-bound
fem nom/voc/acc dual
ἐχεδερμίᾱ , ἐχεδερμία
being hide-bound
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εχεδερμία — ἐχεδερμία, ἡ (Α) δερματική νόσος τών ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχε * (< έχω I) + δερμία (< δέρμα < δέρω)] …   Dictionary of Greek

  • ἐχεδερμίας — ἐχεδερμίᾱς , ἐχεδερμία being hide bound fem acc pl ἐχεδερμίᾱς , ἐχεδερμία being hide bound fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εχε- — (ΑΜ ἐχε ). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα σύνθ. με α συνθετικό εχε ανήκουν στη γενικότερη κατηγορία τών συνθέτων με ρηματικό θ. ενεστ. ή αορ. ως α συνθετικό, παρ όλο που αναπτύχθηκαν πολλές απόψεις για την ερμηνεία τού σχηματισμού τους πρβλ. αρχέ κακος, εχέ θυμος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”